-
1 ἐπιτολμάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτολμάω
-
2 ἐπι-τολμάω
ἐπι-τολμάω, Muth fassen, sich ermuthigen, es über sich gewinnen, geduldig ausharren, als praes. zu ἐπιτλῆναι (w. m. s.), σοὶ δ' ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ ϑυμὸς ἀκούειν Od. 1, 353; absolut, ἀλλ' ἐπετόλμησε, φρεσὶ δ' ἔσχετο, er hielt aus, blieb standhaft, 17, 238; – τινί, sich an Etwas wagen, τῇ διαβάσει Plut. Philop. 10; ἔργῳ Anton. 69, öfter, wie a. Sp.
См. также в других словарях:
επιτολμώ — ἐπιτολμῶ, άω (Α) 1. υπομένω, δείχνω καρτερία («σοὶ δ’ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν», Ομ. Οδ.) 2. τολμώ, διακινδυνεύω 3. (με δοτ.) επιχειρώ, αποτολμώ («ἐπετόλμησε τῇ διαβάσει», Πλούτ.) … Dictionary of Greek